δακρυχέων
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
-ουσα, wrongly written for δάκρυ χέων in Hom., etc.: hence Nonn. formed δακρυχέειν in trans. sense, bewail, D.5.532.
German (Pape)
[Seite 520] Thränen vergießend, weinend; Hom. öfters: δακρυχέων Odyss. 2, 24, δακρυχέοντος Iliad. 1, 360, δακρυχέοντα Odyss. 14, 280, δακρυχέοντες Iliad. 24, 714, δακρυχέουσα Iliad. 6, 405, δακρυχεούσης Odyss. 19, 208, δακρυχεούσῃ Odyss. 11. 183, δακρυχέουσαι Iliad. 18, 340. Vielleicht ist getrennt δάκρυ χέων zu schreiben, vgl. κατὰ δάκρυ χέουσα Iliad. 18, 428, θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέουσα Iliad. 6, 496, τέρεν κατὰ δάκρυ χέουσα Iliad. 3, 142, θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντα Odyss. 4, 556, θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες Odyss. 10, 201, θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέουσαι Odyss. 22, 447; s. Classen Beobacht. über den homer. Sprachgebrauch 2 S. 23. – Aeschyl. Sept. 919 ἐτύμως δακρυχέων ἐκ φρενός; – Sp., die auch δακρυχέειν u. δακρυχέεσκε bilden, Nonn.; vgl. Mel. 15 (XII, 72); Iul. Aeg. 56.
French (Bailly abrégé)
fém. δακρυχέουσα;
part. épq.
qui verse des larmes.
Étymologie: δάκρυ, χέω.
Greek (Liddell-Scott)
δακρυχέων: ουσα, μετοχ. τύπος = δάκρυα χύνων, συχνὸν παρ’ Ὁμήρῳ καὶ τοῖς μεταγεν. Ἐπικοῖς· οὕτω καὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 917· μ. γεν. αἰτίας, τοῦ ὅγε δακρυχέων, δι’ αὐτόν, Ὀδ. Β. 24· δάκρυ χέων ἡ κατὰ διάστασιν γραφὴ ἐγένετο ἤδη ἀποδεκτή· ― ὁ Νόνν. ἐσχημάτισε παρατ. δακρυχέεσκε καὶ ἀπαρέμφ. –χέειν, Δ. 19. 168, κλ.
English (Autenrieth)
ουσα: now written as two words, see χέω.
Greek Monotonic
δακρυχέων: -ουσα, μτχ. τύπος, αυτός που χύνει δάκρυα, σε Όμηρ., Αισχύλ.· τινός, για χάρη, εξαιτίας ενός προσώπου, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
[a participial form
shedding tears, Hom., Aesch.; τινός for a person, Od.