ήγημα

From LSJ

Greek Monolingual

ἥγημα, τὸ (Α) ηγούμαι
1. καθετί που οδηγεί, οδηγία
2. σκέψη, σκοπός («ἔχει τὸ ἥγημα εἰσελθεῖν εἰς τὸν Λίβανον», ΠΔ).