αγαπίζω
From LSJ
ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days
Greek Monolingual
1. συμφιλιώνω, συμβιβάζω
2. συμφιλιώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεταπλασμένος ενεστ. αντί του αγαπώ, που σχηματίστηκε υποχωρητικά από τον αόρ. αγάπησα, αναλογικά προς τύπους αορ. σε -ίσα, που σχηματίζουν κανονικά τον ενεστώτα τους σε -ίζω (πρβλ. αλώνισα - αλωνίζω, αφάνισα - αφανίζω), με τους οποίους ο αόρ. αγάπησα συνέπιπτε φωνητικά].