αγαπίζω

From LSJ

τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure

Source

Greek Monolingual

1. συμφιλιώνω, συμβιβάζω
2. συμφιλιώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεταπλασμένος ενεστ. αντί του αγαπώ, που σχηματίστηκε υποχωρητικά από τον αόρ. αγάπησα, αναλογικά προς τύπους αορ. σε -ίσα, που σχηματίζουν κανονικά τον ενεστώτα τους σε -ίζω (πρβλ. αλώνισα - αλωνίζω, αφάνισα - αφανίζω), με τους οποίους ο αόρ. αγάπησα συνέπιπτε φωνητικά].