αδέλφι

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

και αδέρφι, το (Α ἀδέλφιον) ἀδελφός
αδελφός ή αδελφή
νεοελλ.
1. το ένα από δύο όμοια πράγματα, που μαζί αποτελούν ζεύγος
2. όμοιος, ταίρι
3. αγαπητός, αχώριστος φίλος
4. φύλλο που φύεται μαζί με άλλο από το ίδιο στέλεχος
5. ο πλακούντας του εμβρύου που πέφτει μετά τον τοκετό, το ύστερο
6. ο ομφάλιος λώρος.