αεροστεγής
From LSJ
Greek Monolingual
-ές
1. χώρος περιορισμένου συνήθως όγκου (δοχείο, φιάλη κ.λπ.), όπου δεν είναι δυνατόν να εισχωρήσει αέρας
2. φρ. «αεροστεγής συσκευασία», ειδική συσκευασία τροφίμων που δεν επιτρέπει την είσοδο του αέρα
με αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται η σήψη ή η αλλοίωση του περιεχομένου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + στέγος, το].