αερόφυτος
From LSJ
-η, -ο Βοτ.
όρος, ο οποίος χαρακτηρίζει κυρίως σποριόφυτα, που ζουν έστω και σε μια φάση της ζωής τους στην κυριολεξία μέσα στον αέρα, π.χ. σπόρια μυκήτων, οργανίδια λειχήνων ή βρύων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < αήρ + φυτόν, πρβλ. γαλλ. aerophyte].