αἰτιώδης
English (LSJ)
αἰτιῶδες,
A resembling a cause, quasicausal, Stoic.2.119 (in Adv. αἰτιωδῶς, sed leg. αἰτιῶδες); causal, οὐσία Plot.6.8.14; στοιχεῖα Simp. in Ph. 17.25; τὸ αἰτιῶδες formal, as opp. to τὸ ὑλικόν, M.Ant.4.21, etc.; πρότασις αἰ. giving the cause of the conclusion, Anon.in SE3.36. Adv. αἰτιωδῶς = causally, Dam.Pr. 106.
II Gramm., causal, ἀξίωμα Chrysipp.Stoic.2.70; σύνδεσμοι A.D.Synt.245.13,al.
Spanish (DGE)
-ες
I aparentemente causal αἰτιῶδες ... ἀληθές Chrysipp.Stoic.2.70, ψεῦδος Chrysipp.Stoic.2.70.
II 1causal οὐσία Plot.6.8.14, στοιχεῖα Simp.in Ph.17.25, ἀρχὴ δὲ λέγεται τριχῶς· ἡ μὴν ὡς αἰτιώδης ... Gal.19.234, πρότασις αἰτιώδης = que da la razón de la conclusión Anon.in SE 3.36
•gram. ἀξίωμα Chrysipp.Stoic.2.68, σύνδεσμος A.D.Coni.245.15, Procl.in Ti.1.330.18.
2 subst. τὸ αἰτιώδες = lo formal, la forma ἐξ αἰτιώδους καὶ ὑλικοῦ συνέστηκα M.Ant.5.13, cf. 4.21
•gram. τὸ αἰτιώδες = el sentido causal en una oración, A.D.Synt.245.13.
III adv. αἰτιωδῶς
1 de forma parecida a la causa τὸ δὲ ἀσώματον (αἴτιόν φασι) καταχρηστικῶς καὶ οἷον αἰ. Chrysipp.Stoic.2.119.
2 causalmente Dam.Pr.106.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 t. de log. qui concerne ou contient la cause ; τὸ αἰτιῶδες la forme, p. opp. à τὸ ὑλικόν la matière;
2 t. de gramm. qui exprime la cause, causal.
Étymologie: αἴτιος, -ωδης.
German (Pape)
ες, den Grund enthaltend, bei M.Anton. als das Formelle, dem ὑλικόν, dem Materiellen, entgegengesetzt, z.B. 4.21.
Russian (Dvoretsky)
αἰτιώδης: выражающий причинность, причинный Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
αἰτιώδης: δες, (εἶδος), ὁ ἔχων ἐν αὑτῷ τὴν αἰτίαν, Σχολ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 439: τὸ αἰτιῶδες, τὸ μορφοειδές, τὸ ἄϋλον σχῆμα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὑλικόν, Μ. Ἀντ. 4. 21, κτλ: - ἐπίρρ. αἰτιωδῶς = τυπικῶς, Κλημ. Ἀλ. 930. ΙΙ. τῆς αἰτίας ἢ περὶ τῆς αἰτίας, ἄγνοια, ὁ αὐτ. 449.
Greek Monolingual
(-ους), -ες (Α αἰτιώδης) αἰτία
αυτός που περιέχει, που κλείνει μέσα του την αιτία ενός πράγματος, ο αίτιος
νεοελλ.
φρ. «αιτιώδης σχέση», σχέση αιτίας και αποτελέσματος, αιτιότητα
αρχ.
1. αυτός που μοιάζει με την αιτία ενός πράγματος, ο φαινομενικά, ο δήθεν αίτιος
2. αιτιολογικός
3. «αἰτιώδης πρότασις», η πρόταση που εισάγεται με το διότι και εκφράζει αίτιο, δίνει μιαν αιτιολογία.