αγίνωτος

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722

Greek Monolingual

και αγένωτος, -η, -ο
1. αυτός που δεν μπορεί να γίνει, να συντελεστεί, ανεκτέλεστος, ακατόρθωτος
2. (για φρούτα, σπαρτά κ.λπ.) αυτός που δεν ωρίμασε ακόμα, άγουρος
3. (για ζύμη, κρασί κ.λπ.) αυτός που δεν έχει υποστεί επαρκή ζύμωση
4. (για φαγητά) άψητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + γίνομαι, γένομαι (= ωριμάζω)].