αγίνωτος
From LSJ
Greek Monolingual
και αγένωτος, -η, -ο
1. αυτός που δεν μπορεί να γίνει, να συντελεστεί, ανεκτέλεστος, ακατόρθωτος
2. (για φρούτα, σπαρτά κ.λπ.) αυτός που δεν ωρίμασε ακόμα, άγουρος
3. (για ζύμη, κρασί κ.λπ.) αυτός που δεν έχει υποστεί επαρκή ζύμωση
4. (για φαγητά) άψητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + γίνομαι, γένομαι (= ωριμάζω)].