ακληρία

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀκληρία) και ακληριά ἄκληρος
νεοελλ.
1. η ατεκνία
2. η φτώχεια, η δυστυχία
μσν.
αποστέρηση εδαφών που ανήκουν σε κάποιον με κληρονομικό δικαίωμα
αρχ.
η ατυχία.