ἄκληρος
Ἡ φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genus → Natur ist überlegen jedem Unterricht
English (LSJ)
ἄκληρον,
A without lot or without portion, poor, needy, Od.11.490, etc.: c. gen., without lot or without share in, A.Eu.353, Is.3.32, etc.
II unallotted, without owner, h.Ven.123, E. Tr.32.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no ha recibido un lote de tierra, sin patrimonio hereditario ἀνδρὶ παρ' ἀκλήρῳ ᾧ μὴ βίοτος πολὺς εἴη con un hombre sin patrimonio, que no tenga demasiados recursos, Od.11.490, ἀδελφὸς ... ἄκληρος ... ἐχέτω ... τὸν κλήρον τοῦ τελευτήσαντος que un hermano desprovisto de patrimonio tome el patrimonio del difunto Pl.Lg.924e
•pobre φιλόφιλος ἄκληρος φιλάδελφος ἄγαμος SB 5025
•pobre, desgraciado Call.Fr.193.17, Mim.Fr.Pap.Adult.81
•c. gen. sin participación, privado de παλλεύκων δὲ πέπλων ἄμοιρος ἄ. ἐτύχθεν A.Eu.352, ἄκληρον ἐμὲ ποιεῖν τοῦ κλήρου τοῦ πατρῴου Is.2.46.
2 jur. desheredado ἀμοίρους καὶ ἀκλήρους παντελῶς εἶναι PMasp.151.204 (VI d.C.), cf. 353A.15 (VI d.C.).
II de la tierra no repartido, sin propietario πολλὴν δ' ἄκληρόν τε καὶ ἄκτιτον h.Ven.123
•de pers. no entregado como lote, ref. mujeres esclavas no adjudicadas como botín de guerra ὅσαι δ' ἄκληροι Τρῳάδων E.Tr.32.
German (Pape)
[Seite 74] 1) ohne Erbtheil, arm, Od 11, 490 (ἅπαξ εἰρημ.); übh. ohne Anteil, τινός, an etwas, Aesch. Eum. 333 neben ἄμοιρος. Auch in Prosa, Plat. Legg. XI. 924 a; ἄκληρόν τινα ποιεῖν, enterben, Is. 1, 20, το ῦ κλήρου τοῦ πατρώου 2, 46. – 2) unverloost. ohne Besitzer, H. h. Ven. 123; Eur. Tr. 32.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n'a pas sa part d'un héritage, sans patrimoine, pauvre.
Étymologie: ἀ, κλῆρος.
Russian (Dvoretsky)
ἄκληρος:
1 лишенный доли в наследстве, обездоленный, бедный Hom., Xen., Isocr.: ἄ. τινος Aesch. не имеющий отношения к чему-л., чуждый чего-л.; πανλεύκων πέπλων ἄ. Aesch. (никогда) не надевающий белоснежных (т. е. праздничных) одежд;
2 не разыгранный по жребию, никому не доставшийся (αἶα HH; Τρῳάδες Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄκληρος: -ον, ἄνευ μερίδος, πτωχός, ἐνδεής, Ὀδ. Λ. 490, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 26, κτλ.: ― μ. γεν. ἄνευ μερίδος, ἢ μέρους εἴς τι πρᾶγμα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 353, Ἰσαῖος 41. 15, κτλ. ― Ἐπίρρ. ἀκληρεί, Ζωναρ. ΙΙ. ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ἀποδοθῇ εἴς τινα, ὁ ἄνευ ἰδιοκτήτου, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 123, Εὐρ. Τρῳ. 32.
English (Autenrieth)
(κλῆρος): portionless, Od. 11.490†.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄκληρος, -ον) (νεοελλ. και άκλερος, -η, -ο)
νεοελλ.
1. όποιος δεν έχει κληρονόμους, ο άτεκνος
2. όποιος δεν έλαβε μερίδιο από κληρονομιά, δεν κληρονόμησε τίποτε
3. ο δυστυχισμένος, ο κακόμοιρος1
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει κλήρο γης, ο φτωχός
2. αυτός που δεν παίρνει μέρος, που δεν μετέχει σε κάτι
3. όποιος δεν μοιράστηκε με κλήρο, δεν έγινε κτήμα κάποιου
4. εκείνος που έχασε τον κλήρο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κλῆρος.
ΠΑΡ. ακληρία
αρχ.-μσν.
ἀκληρῶ
μσν.
ἀκληρεί, ἀκληρίζω
νεοελλ.
ακληριάζω, ακληρίλα, ακληρίτης].
Greek Monotonic
ἄκληρος: -ον, I. ο χωρίς κλήρο ή μερίδιο, φτωχός, άπορος, ενδεής, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν. κ.λπ.· με γεν., χωρίς κλήρο ή μερίδιο σε κάτι, σε Αισχύλ. κ.λπ.
II. αυτός που δεν μπορεί να αποδοθεί σε κάποιον, ο χωρίς ιδιοκτήτη, σε Ευρ.
Middle Liddell
I. without lot or portion, poor, needy, Od., Xen., etc.: c. gen. without lot or share in a thing, Aesch., etc.
II. unallotted, without an owner, Eur.
Translations
poor
Aghwan: 𐕄𐔼𐕎𐕒𐕡𐔸; Albanian: varfër; Alemannic German: àrm; Arabic: فَقِير; Egyptian Arabic: فقير; Hijazi Arabic: فقير; Armenian: աղքատ, չքավոր, քյասիբ; Aromanian: aruptu, discultsu, caimen, ftoh, ftohu, oarfãn, fucãrã; Asturian: probe; Azerbaijani: kasıb, yoxsul, fağır, füqəra, fağır-füqarə, kasıb-kusub, imkansız; Bashkir: ярлы; Basque: behartsu; Belarusian: бедны; Bengali: গরিব, মিসকিন, বেচারা; Bikol Central: pobre, mahidap; Breton: paour; Bulgarian: беден; Burmese: ဆင်းရဲ; Catalan: pobre; Chamicuro: pople; Chinese Cantonese: 窮, 穷; Mandarin: 貧窮, 贫穷, 貧乏, 贫乏, 窮, 穷; Min Dong: 窮, 穷; Czech: chudý; Dalmatian: pauper; Danish: fattig; Dutch: arm, armoedig, berooid; Elfdalian: fattin; Emilian: pôver; English: almsless, badly off, bankrupt, beggared, beggarly, boracic, broke, broken, broker than the Ten Commandments, dead broke, destitute, dirt poor, down and out, down on one's luck, down on one's uppers, empty-handed, flat, flat broke, hard up, impecunious, impoverished, in need, indigent, insolvent, lower-class, necessitous, needy, oofless, pauperized, penniless, penurious, pinched, poor, poor as a church mouse, poor as a rat, poor as Job, possessionless, poverty-ridden, poverty-stricken, shillingless, skint, stone-broke, stony-broke, strapped, wealthless; Esperanto: malriĉa; Estonian: vaene; Faroese: fátækur; Finnish: köyhä; French: pauvre; Friulian: puar, pùar; Galician: pobre; Georgian: ღარიბი; German: arm; Pennsylvania German: arm, aarem; Gothic: 𐌿𐌽𐌻𐌴𐌸𐍃, 𐌰𐍂𐌼𐍃; Greek: φτωχός; Ancient Greek: ἄβιος, ἀβούτης, ἀδύνατος χρήμασι, ἀκέρμις, ἄκληρος, ἀκτέανος, ἀκτήμων, ἀκτήν, ἀλειφόβιος, ἀμαζών, ἄνολβος, ἄπλουτος, ἄπορος, ἀραιός, ἀσθενής, ἀτελής, αὐτολήκυθος, ἀχήν, ἀχρήματος, ἀχρήμων, ἄχρυσος, ἀχύρμιος, γλίσχρος, γυμνηλός, γυμνής, δυσείμων, δύσπορος, κεχρημένος, λιπερνής, λιποδεής, λισσός, λιτός, λυπρός, πενέστης, πένης, πτωχός, σπανιστικός, σπανιστός, χερνάς, χερνής, χερνήτης, χρεῖος; Greenlandic: piitsoq; Hawaiian: hoʻohune, hoʻoʻilihune; Hebrew: עָנִי, דלת העם; Hindi: ग़रीब, दीन, फ़क़ीर, फकीर, मिस्कीन, बेचारा, गरीब; Hungarian: szegény; Icelandic: fátækur; Ido: povra; Indonesian: miskin; Ingush: къе; Interlingua: povre; Inuktitut Inuttut: ajutsak, annguvik; Irish: bocht, daibhir; Italian: povero; Japanese: 貧しい, 貧乏な; Javanese: mlarat; Kazakh: кедей, жарлы; Khmer: ក្រ; Korean: 가난하다, 빈곤하다; Kumyk: пакъыр; Kurdish Central Kurdish: دەست کورت, ھەژار, فەقیر; Northern Kurdish: feqîr, xizan; Kyrgyz: жарды, кедей; Ladin: puere; Ladino Latin: prove; Lao: ຈົນ, ທຸກຈົນ; Latin: pauper, egens; Latvian: nabags; Ligurian: pöveo, poveru; Limburgish: erm; Lithuanian: skurdus, vargingas; Livonian: joutõm; Lombard: pover, por; Luxembourgish: aarm; Lü: ᦷᦑᧅᦕᦱᧃ; Macedonian: сиромашен; Malay: miskin; Maltese: fqir; Maori: pōhara; Maranao: miskin; Marathi: गरीब, दीन; Mirandese: probe; Mongolian Cyrillic: ядуу; Navajo: doo atʼį́į da; Norman: pauvre, pouôrre; Northern Sami: geafi; Norwegian Bokmål: fattig, blakk; Occitan: paure; Old English: earm; Pashto: بېچاره, غريب, فقير; Persian: فقیر, مسکین; Piedmontese: pòver; Plautdietsch: oam; Polish: biedny, ubogi; Portuguese: pobre, necessitado, humilde, empobrecido; Quechua: wakcha; Romani: ćorro; Romanian: sărac, sărman, pauper, mizer, nevoiaș; Romansch: pauper, pover; Russian: бедный, нищий; Sanskrit: दीन, ध्रिगु; Sardinian: poaru, pobaru, poberu; Scottish Gaelic: truagh, bochd; Serbo-Croatian Cyrillic: сиро̀машан, у̏бог, бе̑дан, бије̑дан; Roman: siròmašan, ȕbog, bȇdan, bijȇdan; Sicilian: pòviru, pòvuru, povru; Slovak: chudobný, biedny; Slovene: reven, ubog; Somali: sabool; Sorbian Lower Sorbian: chudy; Upper Sorbian: chudy; Southern Altai: бакыр, јоксус, јокту; Spanish: pobre; Swahili: maskini; Swedish: fattig; Tagalog: mahirap, dukha, maralita; Tajik: камбағал, бечора, фақир; Tatar: ярлы, фәкыйрь; Telugu: బీద, పేద; Thai: จน, ยากจน; Tibetan: སྐྱོ་པོ; Tocharian B: snaitstse; Turkish: fakir, yoksul, züğürt, fukara, kembağal; Turkmen: garyp, biçäre; Udi: касиб; Udmurt: куанер; Ugaritic: 𐎀𐎁𐎊𐎐; Ukrainian: бі́дний; Urdu: غریب, دین; Uyghur: كەمبەغەل, پېقىر, بىچارە; Uzbek: kambagʻal, faqir, gʻarib, bechora; Venetian: poro, poaro, povaro, pore; Vietnamese: nghèo, khó; Volapük: pöfik; Walloon: pôve, målureus; Welsh: tlawd, llwm; West Frisian: earm; Yiddish: אָרעם, דלותדיק, בדלות