ἀκριτομυθία
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
English (LSJ)
ἡ, babbling, Id.1878.4.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ charlatanería Eust.1878.4.
Greek Monolingual
η (Μ ἀκριτομυθία) ἀκριτόμυθος
νεοελλ.
η μη φύλαξη απόρρητου εξαιτίας επιπολαιότητας ή ακρισίας
μσν.
φλυαρία, μωρολογία.