ακρώνυχος
From LSJ
Greek Monolingual
ἀκρώνυχος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει στα άκρα νύχια, χηλές, οπλές κ.λπ.
2. φρ. «ἴχνος ἀκρώνυχον» — τα ίχνη, τα σημάδια αυτού που βαδίζει με τις άκρες τών ποδιών του
3. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀκρώνυχα
τα άκρα τών δακτύλων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρ(ο) (Ι) + -ωνυχος < ὄνυξ.
ΠΑΡ. μσν. ἀκρωνυχία
(νεοελλ. ακρωνύχι].