αλατοδοχείο

From LSJ

κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit

Source

Greek Monolingual

το
η αλατιέρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλας -ατος + δοχείο].