αλληστρατίζω
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
Greek Monolingual
και αλλοστρατίζω
αλλάζω στράτα, ακολουθώ άλλο δρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. αλληστρατίζω < φρ. άλλη στράτα. Το αλλοστρατίζω < αλλο- + στράτα.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλληστράτισμα].