εξωτικός

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

και ξωτικός, -ή και -ιά, -ό (AM ἐξωτικός, -ή, -όν)
αυτός που προέρχεται από το εξωτερικό, ξένος («εξωτικά φυτά»)
μσν.- νεοελλ.
1. ασυνήθιστος, αλλόκοτος
2. ο υπερβολικά όμορφος («εξωτική ομορφιά»)
3. το θηλ. ως ουσ. (ε)ξωτικιά και ξωθιά
α) νεράιδα
β) πολύ όμορφη γυναίκα
4. το ουδ. ως ουσ. το (ε)ξωτικό
κάθε είδους δαιμόνιο ή στοιχειό
μσν.
1. τρελός, έξαλλος («πάσχει ὥσπερ πάσχουσιν οἱ ἐξωτικότεροι»)
2. ο ξένος προς την οικογένεια του διαθέτη
αρχ.-μσν.
1. αυτός που βρίσκεται ή ζει μακριά από μια περιοχή
2. ο ξένος προς την οικογένεια, όχι συγγενής
3. ο μη χριστιανός
4. αυτός που δεν ανήκει στις τάξεις του κλήρου
αρχ.
1. αυτός που γίνεται έξω από το σπίτι
2. αμύητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + -τικός, όπου το -τ- οφείλεται πιθανώς σε αναλογία προς τα παραθετικά (εξωτέρω, εξωτάτω) και παράγωγα του έξω (εξώ-τ-ερος). Το θηλ. του επιθ. εξωτικιά ως ουσιαστικό εξελίχθηκε φωνητικώς στο γνωστό ξωθιά «νεράιδα» (εξωτικιά > ξωτικιά ξωτ'κιά > ξωτ'χιά > ξωθιά)].