τηλεδαπός
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
English (LSJ)
τηλεδαπή, τηλεδαπόν, from a far country, ἄνδρες, ξεῖνοι, Od.6.279, 19.351, etc.: of places, far off, distant, νήσων ἔπι τηλεδαπάων Il.21.454, 22.45, cf. Jahresh.23 Beibl.178 (Thrace), Sammelb.7423.9. (On the termin. -δαπος, v. ἀλλοδαπός.)
German (Pape)
[Seite 1106] aus fernem Lande, aus der Ferne, ἄνδρες, ξεῖνοι, Od. 6, 179. 19, 351 u. öfter; – auch νήσων ἔπι τηλεδαπάων, Il. 21, 454, fern gelegen. – Das Suffixum -δαπός s. in ποδαπός, wo auch die Ableitung der Alten von δαποσ, δάπεδον, ἔδαφος besprochen ist.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 d'un pays lointain, étranger;
2 situé au loin.
Étymologie: τῆλε, -δαπος ; cf. ποδαπός.
Russian (Dvoretsky)
τηλεδᾰπός:
1 пришедший издали, из далекой страны (ξεῖνοι Hom.);
2 далекий, дальний (νῆσοι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
τηλεδᾰπός: -ή, -όν, ἐκ μακρὰν κειμένης χώρας, ξένος, ἄνδρες, ξεῖνοι Ὀδ. Ζ. 276, Τ. 351, κλπ.· ἐπὶ τόπου, ὁ μακράν, ὁ πόρρω κείμενος, νήσων ἐπὶ τηλεδαπάων Ἰλ. Φ. 454, Χ. 45. (Περὶ τῆς καταλήξεως -δαπος, ἴδε ἐν λέξ. ποδαπός).
English (Autenrieth)
distant, Il. 21.454; strange, foreign, Il. 22.45.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. (για πρόσ.) αυτός που προέρχεται από μακρινή χώρα, ξένος («ἀνδρῶν τηλεδαπῶν», Ομ. Οδ.)
2. (για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση, μακρινός («...νήσων ἔπι τηλεδαπάων», Ομ. Οδ.).
επίρρ...
τηλεδαπῶς ΜΑ
(κατά τον Ζων.) «τηλεδαπῶς, μακρὰν ἀφεστηκώς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλε, αναλογικά προς τα ἀλλοδαπός, ποδαπός.
Greek Monotonic
τηλεδᾰπός: -ή, -όν (τῆλε, -δαπος είναι η κατάληξη) αυτός που έρχεται από μακρινή χώρα, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τόπους, αυτός που βρίσκεται μακριά, μακρινός, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
τηλεδᾰπός, ή, όν τῆλε, -δαπος being a termin.]
from a far country, Od.: of places, far off, distant, Il.