αλλόμορφος

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source

Greek Monolingual

ἀλλόμορφος, -ον (Α)
αυτός που έχει άλλη παράδοξη μορφή, αλλόκοτος, τερατόμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλο- + -μορφος < μορφή.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλομορφῶ].