Γηράσκω δ᾽ αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος → I grow old always learning many things
ἀλλόμορφος, -ον (Α)αυτός που έχει άλλη παράδοξη μορφή, αλλόκοτος, τερατόμορφος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλο- + -μορφος < μορφή.ΠΑΡ. αρχ. ἀλλομορφῶ].