αλσοκόμος

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἀλσοκόμος)
αυτός που περιποιείται και συντηρεί άλσος, ο φύλακας άλσους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλσος + -κόμος < κομῶ.
ΠΑΡ. αλσοκομία, αλσοκομικός
αρχ.
ἀλσοκομῶ].