ανάγειος

From LSJ

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343

Greek Monolingual

ἀνάγειος, -ον (Μ)
αυτός που βρίσκεται επάνω από το έδαφος, ο υπέργειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + -γειος < γῆ].