ανάλυμα

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source

Greek Monolingual

το αναλύω
1. διάλυση, λειώσιμο
2. μαλάκωμα κάποιου πράγματος με νερό, χύλωμα
3. ξετύλιγμα του νήματος από το αδράχτι.