αναίμακτος

From LSJ

πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἀναίμακτος, -ον)
ο δίχως αίμα, αυτός που έγινε χωρίς να χυθεί αίμα, που δεν κηλιδώθηκε με αίμα
(εκκλ. φρ.) «αναίμακτος βωμός» η χριστιανική εκκλησία
«αναίμακτος θυσία», η Θεία Ευχαριστία
αρχ.
αυτός που δεν έχει αίμα, ο αναίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + αἱμακτός < αἱμάσσω.