ἀναβράζω

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναβράζω Medium diacritics: ἀναβράζω Low diacritics: αναβράζω Capitals: ΑΝΑΒΡΑΖΩ
Transliteration A: anabrázō Transliteration B: anabrazō Transliteration C: anavrazo Beta Code: a)nabra/zw

English (LSJ)

intr., boil or foam up, v.l. for ἀναβράσσω, Procop Goth. 3.35: also trans., Aët. 1.226.

Spanish (DGE)

1 hacer hervir Aët.1.221
fig. ὁ δαίμων ... τὰ μέλη Nil.M.79.281A
en v. med.-pas. fig. arder, hervir ἅλμη ἀναβρασθεῖσα A.R.2.566, ἀναβρασθεὶς ὑπὸ τῆς ὀργῆς Pall.V.Chrys.7 (M.47.24).
2 fig. de pers. arrojar ἐκ βάθους ... ἀνέβρασεν αὐτούς LXX Sap.10.19.

German (Pape)

[Seite 182] (vgl. ἀναβράσσω), aufsieden lassen, Sp.; ἅλμη ἀναβρασθεῖσα, das aufwogende Meer, Ap. Rh. 2, 566; ἀνάβραστα κρέα, ge Kochtes Fleisch, Ar. Ran. 553 u. a. com.

Greek Monolingual

ἀναβράζω)
βράζω, κοχλάζω
νεοελλ.
1. (για το κρασί) υφίσταμαι ζύμωση
2. (για τη θάλασσα) βγάζω αφρούς, αφρίζω
3. βρίσκομαι σε αναβρασμό ψυχής, είμαι εξοργισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βράζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. ανάβρασμα].

Russian (Dvoretsky)

ἀναβράζω: Arph. = ἀναβράσσω 1.