ανακολουθία

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438

Greek Monolingual

η (Α ἀνακολουθία) ἀνακόλουθος
1. έλλειψη ακολουθίας, συνάφειας τών λόγων με τα προηγούμενα, ασυμφωνία, ασυναρτησία
2. ασυνέπεια
3. σχήμα λόγου, το ανακόλουθο (βλ. ανακόλουθος).