ανακολουθία
From LSJ
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
Greek Monolingual
η (Α ἀνακολουθία) ἀνακόλουθος
1. έλλειψη ακολουθίας, συνάφειας τών λόγων με τα προηγούμενα, ασυμφωνία, ασυναρτησία
2. ασυνέπεια
3. σχήμα λόγου, το ανακόλουθο (βλ. ανακόλουθος).