ἀνακολουθία
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
ἡ, Rhet., inconsequence, esp. employed with humorous effect, Demetr.Eloc.153; generally, Demetr.Lac.Herc.1012.63, Corn.Rh.p.368 H., Diogenian.Epicur.3.26.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
ret. inconsecuencia de construcción, anacoluto Demetr.Eloc.153, Demetr.Lac.p.45, Corn.Rh.p.368.
German (Pape)
[Seite 193] ἡ, Mangel an Zusammenhang, bes. bei Gramm. Anakoluth, ein Satz, dessen Ende dem Anfang grammatisch nicht entspricht.
Russian (Dvoretsky)
ἀνᾰκολουθία: ἡ грам. = ἀνακόλουθον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακολουθία: ἡ, ἔλλειψις ἀκολουθίας, συναφείας, συνεχείας, παρὰ Γραμμ. τὸ ἀνακόλουθον, ἔνθα ἡ πρότασις ἄρχεται διά τινος συντάξεως καὶ τελευτᾷ ὡς ἐὰν εἶχεν ἀρχίσῃ δι’ ἑτέρας. Ἴδε Συντ. Ἀσωπίου ἐν τέλει. ― ὁ παρὰ προσδοκίαν καὶ ἄνευ συναφείας ἐκφερόμενος λόγος, Δημ. Φαλ. 153.
Greek Monolingual
η (Α ἀνακολουθία) ἀνακόλουθος
1. έλλειψη ακολουθίας, συνάφειας τών λόγων με τα προηγούμενα, ασυμφωνία, ασυναρτησία
2. ασυνέπεια
3. σχήμα λόγου, το ανακόλουθο (βλ. ανακόλουθος).