αναψύχω
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
Greek Monolingual
(Α ἀναψύχω)
Ι. ενεργ.
1. ψυχραίνω, δροσίζω
2. ανακουφίζω, ξεκουράζω
3. παρηγορώ, ενθαρρύνω, διασκεδάζω κάποιον
4. (για πλοία) αφήνω στην ξηρά να στεγνώσουν
II. παθ. ανακουφίζομαι, αναζωογονούμαι, δροσίζομαι.