ανελεύθερος
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνελεύθερος, -ον)
ανάρμοστος σε ελεύθερο άνθρωπο, δουλικός
αρχ.
1. χαμερπής, φαύλος, ποταπός
2. φειδωλός, φιλάργυρος
3. αγροίκος, άξεστος
4. δόλιος, πανούργος.