Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
ἀνηγοῦμαι (-έομαι) (Α)1. ανιστορώ, διηγούμαι, αναφέρω2. προχωρώ, ανεβαίνω με την αξία μου.