ανηγούμαι

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

Greek Monolingual

ἀνηγοῦμαι (-έομαι) (Α)
1. ανιστορώ, διηγούμαι, αναφέρω
2. προχωρώ, ανεβαίνω με την αξία μου.