ανηγούμαι

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

ἀνηγοῦμαι (-έομαι) (Α)
1. ανιστορώ, διηγούμαι, αναφέρω
2. προχωρώ, ανεβαίνω με την αξία μου.