τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
ἀνηγοῦμαι (-έομαι) (Α)1. ανιστορώ, διηγούμαι, αναφέρω2. προχωρώ, ανεβαίνω με την αξία μου.