ανοίκειος

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀνοίκειος, -ον) οικείος
ανάρμοστος, άπρεπος, ανάγωγος
αρχ.
1. αυτός που δεν ανήκει στην οικογένεια
2. ασύμφωνος, ανόμοιος, ξένος με κάτι
3. άκαιρος, άτοπος.