ανοίκειος

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀνοίκειος, -ον) οικείος
ανάρμοστος, άπρεπος, ανάγωγος
αρχ.
1. αυτός που δεν ανήκει στην οικογένεια
2. ασύμφωνος, ανόμοιος, ξένος με κάτι
3. άκαιρος, άτοπος.