αντίμαχος
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀντίμαχος, -ον)
ο εχθρικός
μσν.- νεοελλ.
ο αντίπαλος, ο εχθρός
νεοελλ.
1. ο αντίξοος, ο ανάποδος
2. ο αντιπαθής, ο κακός
το ουδ. ως ουσ. μσν.-νεοελλ. προμαχώνας, οχύρωμα
νεοελλ.
1. αντέρεισμα, αντηρίδα
2. αντίδοτο, αντιφάρμακο.