αντικόβω
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
Greek Monolingual
κ. -κόφτω κ. σκόφτω (Α ἀντικόπτω, Μ ἀντικόφτω, -σκόφτω)
1. διακόπτω κάποιον που μιλά, τον σταματώ για να μιλήσω εγώ
2. δημιουργώ προσκόμματα, εμποδίζω
μσν.- νεοελλ.
διακόπτω
αρχ.
1. αντικρούω, απωθώ, αντιστέκομαι
2. προβάλλω αντιρρήσεις
3. πνέω αντίθετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι- + κόπτω. Ο τ. αντισκόβω ή αντισκόφτω προήλθε από την προσθήκη του -σ- πριν από σύμφωνο στη μέση της λέξης. Πρόκειται για γλωσσικό φαινόμενο που παρατηρείται πολύ σπάνια (σε αντίθεση με την προσθήκη του -σ-στην αρχή λέξεων, η οποία είναι πολύ πιο συχνή) και που εξηγείται είτε από αναλογία προς άλλες συγγενείς λέξεις είτε από παρετυμολογία (πρβλ. ανασκουμπώνω-ανακουμπώνω, απόσοντα-απόκοντα κ.ά.)].