αντιπεριίστημι

From LSJ

πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food

Source

Greek Monolingual

ἀντιπεριίστημι (Α)
1. περιβάλλω και συμπιέζω από παντού
2. φέρνω, διαδίδω κάτι παντού
3. (-αμαι) α) συμπιέζομαι από παντού
β) αντικαθίσταμαι από άλλη ουσία.