πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food
ἀντιπεριίστημι (Α)1. περιβάλλω και συμπιέζω από παντού2. φέρνω, διαδίδω κάτι παντού3. (-αμαι) α) συμπιέζομαι από παντούβ) αντικαθίσταμαι από άλλη ουσία.