Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
(Α ἀντιτείνω)
προβάλλω αντίρρηση, αντιλέγω
αρχ.
1. τεντώνω, τραβώ προς τα πίσω
2. προσφέρω, προβάλλω και εγώ
3. αντενεργώ, εναντιώνομαι, αντιστέκομαι
4. (για τόπους) κείμαι απέναντι.