αξεδιάλυτος
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
-η, -ο
1. που δεν έχει ξεδιαλυθεί, ανεξήγητος, ανερμήνευτος ή ανεξιχνίαστος («όνειρο αξεδιάλυτο», «μυστήριο αξεδιάλυτο»)
2. αυτός που δεν έχει διυλιστεί, δεν έχει καθαρίσει
(«λάδι αξεδιάλυτο»)
3. δυσκολοδιάβατος
(«πυκνά και αξεδιάλυτα δάση»).