ἀπαλείφω
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
A pf. ἀπαλήλιφα D.52.29:—wipe off, expunge, esp. from a record or register, Id.45.44; ἀ. ἀπὸ ὀφλήματος καθ' ὅτι ἂν ἐκτίνη Id.58.50; ἀ. τι τῶν δεδογμένων cancel it, Aeschin.2.160; ἀ. ἀπὸ τῶν παρακαταθηκῶν embezzle part of the deposits, D.52.27:—Med., erase, Themist.Ep. 8:—Pass., to be erased, POxy.34i14 (i A.D.).
2 metaph., μυρίας ἐπιστολὰς ἓν δάκρυον ἀπαλείφει μητρός Plu.Alex.39.
Spanish (DGE)
• Morfología: [perf. ἀπαλήλιφα D.52.29]
I 1borrar esp. de un documento ταῦτα ... ἃ νῦν οὐ φήσει μεμαρτυρηκέναι D.45.44, ἀ. ... ἀπὸ ὀφλήματος καθ' ὅτι ἂν ἐκτίνῃ borrar de la deuda lo que vaya pagando D.58.50, τὰ καταβαλλόμενα χρήματα Arist.Fr.440, letras, A.D.Synt.28.21, τὰ ψηφισθέντα D.C.59.3.6, νόμους D.C.47.15.3, τί τῶν δεδογμένων περὶ τῆς εἰρήνης Aeschin.2.160
•en v. pas. εἴ που ἀπαλήλειπται ἢ ἐπιγέγραπταί τι POxy.34.1.14 (II d.C.)
•en v. med. τὰ μέντοι μετὰ τοῦτο ... ἀπαλειψάμενος Themist.Ep.8
•abs. borrar un registro ἀπὸ τῶν παρακαταθηκῶν D.52.27.
2 fig. borrar μυρίας ἐπιστολὰς ἓν δάχρυον ἀπαλείφει μητρός Plu.Alex.39.
II frotar, ungir μύρῳ ἀπάλειψόν σου τὴν χεῖραν PMag.8.109 (IV d.C.).
German (Pape)
[Seite 276] abwischen, auslöschen, von der Schrift, Dem. 45, 44; ἀπαληλιφέναι 52, 29, v.l. ἀπηλειφέναι; Plut.
French (Bailly abrégé)
essuyer, effacer.
Étymologie: ἀπό, ἀλείφω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπᾰλείφω: вытирать, стирать, вычеркивать (τινὰ ἀπὸ ὀφλήματος Dem.; τι τῶν δεδογμένων περί τινος Aeschin.; τὰς δέλτους Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαλείφω: μέλλ. -ψω: πρκμ. ἀπαλήλιφα Δημ. 1243. 29: ‒ ἐξαλείφω, ἰδίως ἀπὸ ἐπισήμου καταλόγου ἢ γραμματείου, τότ᾿ οὖν αὐτὸν ἔδει ταῦτ᾿ ἀπαλείφειν κελεύειν ὁ αὐτ. 1115. 5· ἀπ. τινὰ ἀπὸ ὀφλήματος, ἀπαλλάσσειν, ὁ αὐτ. 1338. 8· ἀπ. τι, ἐξαλείφειν, διαγράφειν, Αἰσχίν. 49, 36· ἀπ. ἀπὸ τῶν παρακαταθηκῶν, ὑφαιρεῖσθαι, κλέπτειν μέρος τῶν παρακατατεθειμένων, Δημ. 1243. 17, πρβλ. 29. ‒ Ἐντεῦθεν ῥημ. ἐπίθ. ἀπαλειπτέον, πρέπει τις νὰ ἐξαλείψῃ νὰ διαγράψῃ, Μ. Ἀντων. 11. 19· ‒ καὶ ἐπίθ. -πτικός, ή, όν, ἐξαλειπτικός, Ἐκκλ: -ψις, εως, ἡ, ἐξάλειψις, Ἀθανάσ.
Greek Monolingual
(Α ἀπαλείφω)
1. εξαλείφω, σβήνω, διαγράφω
2. καταργώ, ακυρώνω κάτι
αρχ.
1. σβήνω, διαγράφω κάτι από επίσημο κατάλογο
2. απαλλάσσω
3. αφαιρώ κρυφά, σφετερίζομαι μέρος από τις καταθέσεις.
Greek Monotonic
ἀπᾰλείφω: μέλ. -ψω, παρακ. -αλήλῐφα· σβήνω, εξαλείφω, ιδίως από επίσημο κατάλογο, σε Δημ.· ἀπαλείφω τι, παραγράφω, ακυρώνω κάτι, σε Αισχίν.
Middle Liddell
to wipe off, expunge from a register, Dem.; ἀπ. τι to cancel it, Aeschin.
Léxico de magia
frotar, ungir ἐὰν δὲ χρηματίσῃ σοι, ῥοδίνῳ μύρῳ ἀπάλειψόν σου τὴν χεῖραν si profetiza para ti, frota tu mano con aceite de rosas P VIII 109
Translations
anoint
Armenian: օծել; Bulgarian: намазвам, смазвам; Catalan: ungir; Chinese Czech: pomazat; Dalmatian: jongar; Dutch: zalven; Finnish: voidella; French: oindre, enduire, étaler, étendre; Galician: unxir, untar; German: ölen, schmieren, einreiben; Gothic: 𐍃𐌰𐌻𐌱𐍉𐌽; Greek: χρίω, μυρώνω, επαλείφω; Ancient Greek: ἀλείφειν, ἀλείφω, ἀλίνω, ἀπαλείφω, διαχρίω, ἐγχρίω, εἰσαλείφω, ἐκμυρίζω, ἐναλείφω, ἐπαλείφειν, ἐπαλείφω, ἐπιχρίω, παραλείφειν, παραλείφω, χρίειν; Hebrew: מָשַׁח; Icelandic: smyrja; Irish: ung; Italian: ungere; Ladin: onjer, onje; Latin: ungo; Lombard: vong; Mandarin: 塗油於/涂油于, 涂油于; Maori: pōrae; Nahuatl: ohza; Occitan: ónher; Persian: اندودن; Portuguese: ungir, untar, olear; Quechua: hawiy; Russian: смазывать, смазать; Sanskrit: लिम्पति, अनक्ति; Serbo-Croatian Cyrillic: на̀мазати; Roman: nàmazati; Spanish: ungir; Swedish: smörja; Tagalog: maghimo, himuan; Ugaritic: 𐎎𐎌𐎈; Ukrainian: мазати, змазувати