αποψιλώνω

From LSJ

ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων → as different as chalk from cheese, different as chalk from cheese, apples and oranges, like apples and oranges, by as much as cardamom is different from figs

Source

Greek Monolingual

(AM ἀποψιλῶ, -όω)
νεοελλ.
1. ξεριζώνω ή κατακαίω τη βλάστηση μιας έκτασης
2. αποστερώ τελείως κάποιον από κάτι
αρχ.
μαδώ τις τρίχες, καθιστώ κάτι άτριχο, απογυμνώνω.