ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
(AM ἀποψιλῶ, -όω)
νεοελλ.
1. ξεριζώνω ή κατακαίω τη βλάστηση μιας έκτασης
2. αποστερώ τελείως κάποιον από κάτι
αρχ.
μαδώ τις τρίχες, καθιστώ κάτι άτριχο, απογυμνώνω.