απόφανση

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀπόφανσις) αποφαίνω
έκφραση, διατύπωση γνώμης
νεοελλ.
απόφαση δικαστηρίου, έκδοση απόφασης
αρχ.
το να αποφαίνεται κανείς για κάτι κατά τρόπο θετικό, η κατάφαση.