αρηνοβοσκός
From LSJ
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
Greek Monolingual
ἀρηνοβοσκός, ο (Α)
αυτός που βόσκει πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρήν «πρόβατο» + βοσκός.