αρμάτα
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
Greek Monolingual
(I)
η
η αρμάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. armata «στόλος» (< λατ. armata, θηλ. του armatus, παθ. μτχ. του armo «οπλίζω, εξοπλίζω») ή, κατ' άλλους, από παρετυμολογική επίδραση της λ. αρμάδα].
(II)
η
1. οπλισμός, πανοπλία
2. η πολυτελής φορεσιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρματώνω ή < ιταλ. armata (< λατ. armata, θηλ. του armatus, παθ. μτχ. του armo «οπλίζω, εξοπλίζω»)].