αρχαιοφύλακας

From LSJ

τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire

Source

Greek Monolingual

αρχαιοφύλακας και ἀρχαιοφύλαξ (-ακος), ο
1. ο φύλακας μουσείου
2. ο φύλακας χώρου αρχαιοτήτων.