ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go
ἀρχιπάτωρ, ο (Μ)1. ο πατριάρχης, ο γενάρχης2. ο πρώτος γενάρχης του γένους των ανθρώπων, ο Αδάμ.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι- + -πάτωρ < πατήρ.