αρχιπάτωρ

From LSJ

ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go

Source

Greek Monolingual

ἀρχιπάτωρ, ο (Μ)
1. ο πατριάρχης, ο γενάρχης
2. ο πρώτος γενάρχης του γένους των ανθρώπων, ο Αδάμ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι- + -πάτωρ < πατήρ.