ασπιδιώτης
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Greek Monolingual
ἀσπιδιώτης και ασπιδίτης, ο (Α)
ο ασπιδοφόρος, ο πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς(-ίδος). Ο τ. ασπιδίτης πιθ. αναλογικά προς το οπλίτης. Το επίθημα -ιώτης του τ. ασπιδιώτης για λόγους μετρικούς (πρβλ. ομηρ. αγροιώτης). Η υπόθεση ότι οφείλεται επίσης σε αναλογική επίδραση του στρατιώτης προσκρούει στη μεθομηρική εμφάνιση του τ. στρατιώτης.