αστεμφής

From LSJ

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source

Greek Monolingual

ἀστεμφής, -ές (Α) στέμβω
Ι. 1. αμετακίνητος, αδιάσειστος
2. (για πρόσ.) άκαμπτος σκληρός
3. μτφ. αμετάπειστος, αδιάλλακτος
II. (το ουδ. στον εν. ως επίρρ.) ἀστεμφές
σκληρά, άκαμπτα.