αφεντιά
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
Greek Monolingual
η (AM αὐθεντία, Μ και ἀφεντία)
εξουσία, κυριαρχία
μσν.- νεοελλ.
1. κρατική εξουσία
2. δικαστική εξουσία
3. ιδιοκτησία
4. κυριότητα
5. φυλακή
νεοελλ.
1. η τάξη των αφεντάδων, των αρχόντων
2. αρχοντιά, ευγένεια εμφάνισης και τρόπων
3. (με τη γεν. της προσωπικής αντωνυμίας μου, σου, του) φιλοφρονητική προσφώνηση με σεβασμό («η αφεντιά σου») ή με ειρωνεία («η αφεντιά μου»)
μσν.
δικαστήριο
αρχ.
1. περιορισμός
2. φρ. «αὐθεντίᾳ ἀποκτείνας» — αφού σκότωσε με το ίδιο του το χέρι.