αυχμηρός

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM αὐχμηρός, -ά, -όν) αυχμός
1. ξερός, άνυδρος
2. (για ύφος) αυστηρός, στεγνός
μσν.
1. (για ζώο) αυτό που ζει σε άνυδρη χώρα
2. (για τον ήλιο) σκοτεινός, σε έκλειψη·1