αφάνα

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek Monolingual

και φάνα, η (Μ ἀφάνα και φάνα)
1. ονομασία διαφόρων αγκαθωτών θάμνων, οι οποίοι συνήθως χρησιμοποιούνται ως προσάναμμα
2. φρ. α) «μαλλιά σαν αφάνα» (για σγουρά, αχτένιστα μαλλιά)
β) «σαν αφάνα κολλάει» (για εύφλεκτα υλικά).
[ΕΤΥΜΟΛ. αφάνα < μσν. φάνα < φανός.