αψήφιστος

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀψήφιστος, -ον) ψηφίζω
νεοελλ.
Ι. 1. ασήμαντος, ανάξιος προσοχής
2. ταπεινός, άσημος
3. περιφρονημένος
4. απρεπής, ανάρμοστος
5. αυτός που δεν έχει ψηφιστεί
II. επίρρ. αψήφιστα
1. με αδιαφορία και περιφρόνηση
2. ασυλλόγιστα
αρχ.
εκείνος που δεν έχει ψηφίσει.