αψήφιστος

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀψήφιστος, -ον) ψηφίζω
νεοελλ.
Ι. 1. ασήμαντος, ανάξιος προσοχής
2. ταπεινός, άσημος
3. περιφρονημένος
4. απρεπής, ανάρμοστος
5. αυτός που δεν έχει ψηφιστεί
II. επίρρ. αψήφιστα
1. με αδιαφορία και περιφρόνηση
2. ασυλλόγιστα
αρχ.
εκείνος που δεν έχει ψηφίσει.