αἰγόλεθρος
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
ὁ, goat's-bane, Rhododendron ponticum, Antig.Mir. 17, Plin.HN21.74.
Greek (Liddell-Scott)
αἰγόλεθρος: ὁ ὀλέθριος εἰς τὰς αἶγας· ἴσως τὸ azalea pontica, δηλητηριῶδες φυτόν, Ἀντιγ. Καρ. σ. 30, Πλίν. Η. Ν. 21. 13.
German (Pape)
ὁ, Ziegenpest, ein den Ziegen tödliches Kraut, Plin. H.N. 21.13.