αὐξίφωτος
From LSJ
Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund
English (LSJ)
αὐξίφωτον, waxing in light, EM59.40.
Spanish (DGE)
-ον
astr. que aumenta en luz Σελήνη Heph.Astr.2.35.4, Heliod.Neop.69.21.
Greek (Liddell-Scott)
αὐξίφωτος: -ον, ὁ αὐξηφαής, ὁ ἔχων ἢ πέμπων πλειότερον φῶς, Ἐτυμολ. Μ. 59. 40· ― ῥῆμα -φωτέω, αὐξάνω ὡς πρὸς τὸ φῶς, ἐπὶ τῆς σελήνης· ― καὶ οὐσιαστ. -φωτία, ἡ, αὔξησις φωτός, Βυζ.
German (Pape)
(φῶς), das Licht vermehrend, EM.