βαδισμός
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
English (LSJ)
ὁ, = βάδισις, Pl. Chrm.160c.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
forma de andar οὔτε ἐν βαδισμῷ οὔτε ἐν λέξει Pl.Chrm.160c.
German (Pape)
[Seite 423] ὁ, der Gang, Plat. Charm. 160 c u. Sp.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαδισμός -οῦ, ὁ βαδίζω het lopen.
Russian (Dvoretsky)
βᾰδισμός: ὁ Plat. = βάδισις 2.
Greek Monolingual
βαδισμός, ο (Α) βαδίζω
η βάδιση.
Greek Monotonic
βαδισμός: ὁ, = βάδισις, σε Πλατ.
Greek (Liddell-Scott)
βαδισμός: ὁ, = βάδισις, Πλάτ. Χαρμ. 160C, κτλ.
Middle Liddell
[from βαδίζω = βάδισις, Plat.]