ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
Full diacritics: βᾰθύτῑμος | Medium diacritics: βαθύτιμος | Low diacritics: βαθύτιμος | Capitals: ΒΑΘΥΤΙΜΟΣ |
Transliteration A: bathýtimos | Transliteration B: bathytimos | Transliteration C: vathytimos | Beta Code: baqu/timos |
[ῠ], v. βαρύτιμος.
βᾰθύτιμος: ἴδε ἐν λέξ. βαρύτιμος.
-η, -ο (AM βαθύτιμος, -ον)
ο βαρύτιμος, ο πολύτιμος.